- κρέας
- το (AM κρέας, -ατός, Α δωρ. τ. κρῆς, επικ. τ. κρεῑας, αττ. γεν. κρέως, κρητ. γεν. κρίως)1. σάρκα ή τεμάχιο σάρκας τών ζώντων οργανισμών, σε αντιδιαστολή με τα οστά (α. «βοδινό κρέας» β. «ἄρνειον κρέας», Φερεκρ.)2. η σάρκα τών σφαγίων, σε αντιδιαστολή με τη σάρκα τών ψαριών και τών μαλακίων ή με τα όσπρια, τα χορταρικά και τα ζυμαρικά (α. «βαρέθηκα να τρώω κάθε μέρα κρέας» β. «καὶ κρέα γε πρὸς τούτοισιν ἀνάβρασε εἴκοσιν ἀν' ἡμιωβολιαῑα», Αριστοφ.)νεοελλ.φρ. α) «τρώει τα κρέατά του» — σχίζει ή δαγκώνει τις σάρκες του από μανία, οργή ή μεγάλη λύπηβ) «θα τού κάνω τα μούτρα κρέας»i) θα τόν δείρω πολύii) θα τόν κάνω να ντραπεί, θα τόν εξευτελίσωγ) «είναι ένα μάτσο κρέας» — είναι χοντρός και νωθρόςδ) «δεν πιάνει κρέας πάνω του» — δεν μπορεί να παχύνειμσν.1. θήραμα2. ούλοαρχ.1. σώμα ή πτώμα2. συνεκδ. άνθρωπος ή ζώο3. παροιμ. «ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν (δρόμον) τρέχει» — λέγεται για κάποιον που, μπροστά σε κίνδυνο, σκέφτεται να σώσει μόνο τον εαυτό του.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται σε ΙΕ τ. *qrewәs- (< ΙΕ ρίζα *qreu- «πηγμένο αίμα, ωμό κρέας»), αντιστοιχεί ακριβώς με αρχ. ινδ. kravis «ωμό κρέας» και συνδέεται με λιθουαν. kraũjas «αίμα», αρχ. σλαβ. kroub «αίμα». Τη μηδενισμένη βαθμίδα *kru- τής ΙΕ ρίζας *kreu- εμφανίζουν οι συγγενείς λ. κρύος, λατ. cruor «αίμα», crudus «ωμός, σκληρός» (από τη λατ. προήλθαν λέξεις διαφόρων ΙΕ γλωσσών, πρβλ. γαλλ. cru «ωμός», cruel «σκληρός», αγγλ. cruel, crude), αρχ. ιρλδ. cru «αίμα», αρχ. σλαβ. krŭvĭ «αίμα». Κατ' άλλη άποψη, ο τ. κρέας < *κρέαρ (πρβλ. αρχ. ινδ. krūr-a «ωμός», αβεστ. xrūra).ΠΑΡ. αρχ. κρείον, κρεΐσκος, κρεύλλιον, κρεώδης, κρεών, κρήινοναρχ.-μσν.κρεάδιοννεοελλ.κρεάτειος, κρεατένιος, κρεατερός, κρεατής, κρεατίλα, κρεάτινος, κρεατινός, κρεατώδης, κρεατώνω.ΣΥΝΘ. Για τη λ. κρέας ως Α' συνθετικό βλ. κρε(ο)-. (Β' συνθετικό) πάγκρεαςαρχ.αρτόκρεας, δίκρεας, δίκρεως, γλυκύκρεως, ηδύκρεως, καλλίκρεας, κατάκρεως, λιπόκρεως, πολύκρεως].
Dictionary of Greek. 2013.